Κούνια στο Χώμα
ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΕΙΣ ΛΙΓΟΣ ΑΝ ΓΙΑ ΛΙΓΟ χαλαρώσεις κοντά μου. Αυτό ήθελε να του πει. Ενώ υψώνει το φλιτζάνι του espresso στο στόμα, ένα άδειο βλέμμα πλουμίζει τη λευκή πορσελάνη σαν να πρόκειται για το μοναδικό πλήρες φλιτζάνι από καφέ, που τα χείλη με το μπορντό σκούρο κραγιόν έχουν ποτέ ακουμπήσει. Στάζει λίγος καφές στη χαρτοπετσέτα και ένα μικρό σημάδι από το κραγιόν βάφει ανεπανόρθωτα το πάνω μέρος του φλιτζανιού. Είναι η στιγμή για το βλέμμα να τοποθετηθεί εκτός ορίων. Απέναντι, κατορθώνει και διακρίνει ανθρώπους που δεν έχει συναντήσει στη ζωή της. Ανώνυμοι πράκτορες του σήμερα χαμογελούν και κοντοστέκονται κάτω από σκόρπια άσπρα σύννεφα. Δεν κάθονται, δεν έχουν χρόνο για να κρίνουν. Συνεχίζουν τις βιαστικές πορείες τους, διαγώνια του ύστατου ήλιου, πλευρίζοντας προτεραιότητες. Χωρίς προτεραιότητες η επιτυχία τρενάρει.
Το ανοικτό τζάμι διευκολύνει την ευρυμάθειά της, ώστε παρατηρεί μέχρι και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ποιος κρατά τσαλακωμένη εφημερίδα και ποιος φορά γυαλιά ηλίου για στέκα στο κεφάλι. Οι πληροφορίες που συλλέγει δεν έχουν συνεκτική σημασία αλλά εξακολουθεί να έχει δοτική συμπεριφορά στον ανοιξιάτικο κόσμο της ψυχρής λιακάδας από κουφή περιέργεια και επιθυμώντας να ξεγυμνωθεί από τις ενοχές της. Όλα τα λόγια που δεν του είπε και εισακούγονταν μέσα της, όλα όσα δεν είχε την ευκαιρία να του απευθύνει, εδώ και μέρες τη διαβάλλουν σαν ένα ανένδοτο βουητό ευθύνης. Μέχρι και σε ξενοδοχείο σκέφτηκε να πάει για να μη νιώθει ένοχη με τη ζωή των posters στο γνώριμο δυάρι, ώσπου ο καιρός να της προσφέρει ένα ορατό αναντίρρητο σημάδι για την άμεση κίνηση, που την περιμένει στο κατόπι, αλλά δεν έχει φωνή για να πέσει στην αντίληψή της.
Μερικά λεπτά αργότερα, το βλέμμα επιστρέφει στα όρια του γωνιακού καφέ, αφήνοντας την άνοιξη να λάμπει στον ανοιχτό χώρο για τους μη εγκρατείς, όσοι μιλούν δυνατά και βγάζουν φωτογραφίες με τα κινητά. Μεταστρέφει την προσοχή της στα άηχα κοσμητικά αντικείμενα του καφέ, που τη φιλοξενεί με αντίτιμο το πορτοφόλι της. Ο λόγος της μεταστροφής είναι η ξαφνική εμφάνιση ενός νέου άντρα, με την πλάτη γυρισμένη μπροστά της. Είναι ένας άντρας με καφέ δερμάτινο. Έχει το δερμάτινο κλειστό. Είναι ένας προστατευμένος άντρας. Έχει την πλάτη σφαλιστή. Βρίσκεται μπροστά της και τώρα τον βλέπει σαν να ήταν εκείνος που της λείπει. Μεταχειρίζεται το σώμα του σαν ένα μετά-σώμα, το σώμα στην ύστερη κατάστασή του. Αυτό το σώμα της μεταστροφής του άντρα, από το ορατό φθαρτό στο αόρατο άφθαρτο που γίνεται αφηγήσιμο, ενώ ο άντρας δε γνωρίζει λέξη από όσες εμπεριέχονται στη φαντασία της γυναίκας, μετεξελίσσεται και σε ένα σώμα για τη διαστροφή. Η γυναίκα υποθέτει ότι οι δυο τους, σιωπηλοί, φεύγουν μαζί. Δυο τρωκτικά που δεν παρέλειψαν να μαζέψουν τις αποδείξεις για την εφορεία και στη συνέχεια προχωρούν εξακολουθώντας να σιωπούν. Πρωκτικοί τύποι αμφότεροι, έχουν εξασκηθεί να περιμένουν, ο ένας από τον άλλο, την πρώτη αναγνωριστική ομιλία. Για να αρχίσει η κούνια να βάλλεται στον αέρα. Μέχρι η πρώτη αγκαλιά να γίνει η βεντάλια που θα δροσίσει το σώμα αποβάλλοντας τον εγωισμό του προς το άλλο σώμα. Προς τον άλλον που είναι εκεί. Η διαστροφή ενθυλακώνει τη μεταστροφή, άρα και το μέλλον, ώστε πλέον το μέλλον είναι ένα ανένδοτο παρόν. Ποιος μπορεί να βεβαιώσει ότι το μέλλον δεν είναι το προτερόχρονο λοιπόν;
Το χέρι που χαρίζει, αγκαλιάζει και κουνά. Η γυναίκα ακόμη αναζητά αυτό το χέρι της ώθησης. Και ενώ σκέφτεται ένα παλιό όνειρο, συνειδητοποιεί ότι το οικονομικό επεμβαίνει ακόμη και στο υποσυνείδητο. Δεν μπορεί να απαλλάξει τη σκέψη της από τις χειρονομίες του οικονομικού. Πικρά γελά στον αέρα όταν θυμάται τον ονειρικό γάμο με έναν άγνωστο κοντό άντρα και καθώς στη συνέχεια διαπιστώνει ότι δεν τον ποθεί, αναζητεί, στο όνειρο, τη μητέρα της για να τη ρωτήσει, αν το διαζύγιο εντός εικοσιτετραώρου εκδίδεται δωρεάν… και φυσικά, η απομάκρυνση από το μυστήριο επιφέρει συνέπειες. Δεν είναι φιλόπτωχο ταμείο η εκκλησία, κάθε άλλο.
«Πίνετε ακόμη», τη ρωτά ο σερβιτόρος. «Εντάξει» του απαντά, δείχνοντας την προτίμηση, το άδειο φλιτζάνι να παραμείνει επάνω στο τραπέζι. Ο σερβιτόρος φεύγει και την αφήνει να θυμάται. Δε σταματά να θυμάται, δε σταματά να στερείται με το να θυμάται. Η μνήμη της πράττει αυτό που η γυναίκα δε μπορεί να πάθει, και άρα πράττει εκ του ασφαλούς. Εξακολουθεί να κινείται γύρω από ασύνδετες σκέψεις. Για μια στάλα μισθό η γυναίκα υποχρεώνει τον εαυτό της να ζει εντός ωραρίου και να σηκώνεται από νωρίς το πρωί. Δεν είναι κατόρθωμα, είναι όμως καταπίεση. Κάθε μέρα, κάθε μήνα ένοχη. Και αύριο αυτό θα κάνει. Προτού το μισθωτό σώμα ξεκουμπιστεί κόσμια, αφήνοντας τα ευρώ για τον καφέ στο τραπέζι, ρίχνει μια τελευταία ματιά προς τα έξω. Βλέπει έναν να πηγαίνει να κουρευτεί. Και θυμάται μια συμμαθήτρια του γυμνασίου με την οποία δεν έλεγε πολλά αλλά είχε ακούσει ότι θα γινόταν κομμώτρια. Ποιος ξέρει αν έγινε πράγματι και ποιος μπορεί να της απαντήσει τι απέγιναν όλοι οι χαμένοι συμμαθητές του γυμνασίου και του λυκείου. Τότε, τηρούσε τις αποστάσεις με εκείνη τη συμμαθήτρια. Δεν είχαν πολλά κοινά, και στο σχολείο είχε προσέξει ότι και άλλοι δεν έπαιρναν τη μελλοντική κομμώτρια στα σοβαρά. Αν βέβαια δήλωνε ότι θα γινόταν καμαριέρα, στη δημόσια ανάγνωση του προσωπικού ημερολογίου της, ίσως παρευρίσκονταν περισσότεροι λάτρεις των γνήσιων και πηγαίων γραπτών εξομολογήσεων. Το Ημερολόγιο μιας κομμώτριας ήταν καταδικασμένο να αποτύχει για λόγους μάρκετινγκ και μόνο. Τώρα, πολλές φορές αναπολεί τη συμμαθήτριά της, σαν να συμμερίστηκε αργά τις ανησυχίες της. Σαν εκείνη η συμμαθήτρια να βιάστηκε να χορέψει τον εαυτό της ταγκό και ξαφνικά, στην προσπάθεια να μάθει τα βήματα, βρέθηκε χαμένη στο πλήθος. Εχθρών –μαθητών, δεν έχει σημασία.
Η γυναίκα σηκώνεται να φύγει, αφήνοντας τον άντρα με τη γυρισμένη πλάτη στη θέση του. Ελπίζοντας ότι το χέρι της ώθησης θα τη βρει και θα την κρατήσει, για μια αγκαλιά και μια κούνια, κινείται μες στο πλήθος. Το καφέ είναι αρκετά βήματα μακριά ενώ βλέπει, στο δεξί χέρι, μια παιδική χαρά. Μια κούνια στο χώμα περιμένει ακίνητη αλλά η γυναίκα προσπερνά με ένα χαμόγελο ευφορίας και αυτοπεποίθησης πως η άνοιξη είναι ήδη στην καρδιά της. Οι αέρηδες του γιασεμιού και της λεβάντας την παίζουν, ενώ από το κραγιόν έχει μείνει σχεδόν ίχνος. Επιταχύνει το βήμα, ενώ στο μυαλό ιεραρχεί ήδη τις αυριανές προτεραιότητες.
Το ανοικτό τζάμι διευκολύνει την ευρυμάθειά της, ώστε παρατηρεί μέχρι και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ποιος κρατά τσαλακωμένη εφημερίδα και ποιος φορά γυαλιά ηλίου για στέκα στο κεφάλι. Οι πληροφορίες που συλλέγει δεν έχουν συνεκτική σημασία αλλά εξακολουθεί να έχει δοτική συμπεριφορά στον ανοιξιάτικο κόσμο της ψυχρής λιακάδας από κουφή περιέργεια και επιθυμώντας να ξεγυμνωθεί από τις ενοχές της. Όλα τα λόγια που δεν του είπε και εισακούγονταν μέσα της, όλα όσα δεν είχε την ευκαιρία να του απευθύνει, εδώ και μέρες τη διαβάλλουν σαν ένα ανένδοτο βουητό ευθύνης. Μέχρι και σε ξενοδοχείο σκέφτηκε να πάει για να μη νιώθει ένοχη με τη ζωή των posters στο γνώριμο δυάρι, ώσπου ο καιρός να της προσφέρει ένα ορατό αναντίρρητο σημάδι για την άμεση κίνηση, που την περιμένει στο κατόπι, αλλά δεν έχει φωνή για να πέσει στην αντίληψή της.
Μερικά λεπτά αργότερα, το βλέμμα επιστρέφει στα όρια του γωνιακού καφέ, αφήνοντας την άνοιξη να λάμπει στον ανοιχτό χώρο για τους μη εγκρατείς, όσοι μιλούν δυνατά και βγάζουν φωτογραφίες με τα κινητά. Μεταστρέφει την προσοχή της στα άηχα κοσμητικά αντικείμενα του καφέ, που τη φιλοξενεί με αντίτιμο το πορτοφόλι της. Ο λόγος της μεταστροφής είναι η ξαφνική εμφάνιση ενός νέου άντρα, με την πλάτη γυρισμένη μπροστά της. Είναι ένας άντρας με καφέ δερμάτινο. Έχει το δερμάτινο κλειστό. Είναι ένας προστατευμένος άντρας. Έχει την πλάτη σφαλιστή. Βρίσκεται μπροστά της και τώρα τον βλέπει σαν να ήταν εκείνος που της λείπει. Μεταχειρίζεται το σώμα του σαν ένα μετά-σώμα, το σώμα στην ύστερη κατάστασή του. Αυτό το σώμα της μεταστροφής του άντρα, από το ορατό φθαρτό στο αόρατο άφθαρτο που γίνεται αφηγήσιμο, ενώ ο άντρας δε γνωρίζει λέξη από όσες εμπεριέχονται στη φαντασία της γυναίκας, μετεξελίσσεται και σε ένα σώμα για τη διαστροφή. Η γυναίκα υποθέτει ότι οι δυο τους, σιωπηλοί, φεύγουν μαζί. Δυο τρωκτικά που δεν παρέλειψαν να μαζέψουν τις αποδείξεις για την εφορεία και στη συνέχεια προχωρούν εξακολουθώντας να σιωπούν. Πρωκτικοί τύποι αμφότεροι, έχουν εξασκηθεί να περιμένουν, ο ένας από τον άλλο, την πρώτη αναγνωριστική ομιλία. Για να αρχίσει η κούνια να βάλλεται στον αέρα. Μέχρι η πρώτη αγκαλιά να γίνει η βεντάλια που θα δροσίσει το σώμα αποβάλλοντας τον εγωισμό του προς το άλλο σώμα. Προς τον άλλον που είναι εκεί. Η διαστροφή ενθυλακώνει τη μεταστροφή, άρα και το μέλλον, ώστε πλέον το μέλλον είναι ένα ανένδοτο παρόν. Ποιος μπορεί να βεβαιώσει ότι το μέλλον δεν είναι το προτερόχρονο λοιπόν;
Το χέρι που χαρίζει, αγκαλιάζει και κουνά. Η γυναίκα ακόμη αναζητά αυτό το χέρι της ώθησης. Και ενώ σκέφτεται ένα παλιό όνειρο, συνειδητοποιεί ότι το οικονομικό επεμβαίνει ακόμη και στο υποσυνείδητο. Δεν μπορεί να απαλλάξει τη σκέψη της από τις χειρονομίες του οικονομικού. Πικρά γελά στον αέρα όταν θυμάται τον ονειρικό γάμο με έναν άγνωστο κοντό άντρα και καθώς στη συνέχεια διαπιστώνει ότι δεν τον ποθεί, αναζητεί, στο όνειρο, τη μητέρα της για να τη ρωτήσει, αν το διαζύγιο εντός εικοσιτετραώρου εκδίδεται δωρεάν… και φυσικά, η απομάκρυνση από το μυστήριο επιφέρει συνέπειες. Δεν είναι φιλόπτωχο ταμείο η εκκλησία, κάθε άλλο.
«Πίνετε ακόμη», τη ρωτά ο σερβιτόρος. «Εντάξει» του απαντά, δείχνοντας την προτίμηση, το άδειο φλιτζάνι να παραμείνει επάνω στο τραπέζι. Ο σερβιτόρος φεύγει και την αφήνει να θυμάται. Δε σταματά να θυμάται, δε σταματά να στερείται με το να θυμάται. Η μνήμη της πράττει αυτό που η γυναίκα δε μπορεί να πάθει, και άρα πράττει εκ του ασφαλούς. Εξακολουθεί να κινείται γύρω από ασύνδετες σκέψεις. Για μια στάλα μισθό η γυναίκα υποχρεώνει τον εαυτό της να ζει εντός ωραρίου και να σηκώνεται από νωρίς το πρωί. Δεν είναι κατόρθωμα, είναι όμως καταπίεση. Κάθε μέρα, κάθε μήνα ένοχη. Και αύριο αυτό θα κάνει. Προτού το μισθωτό σώμα ξεκουμπιστεί κόσμια, αφήνοντας τα ευρώ για τον καφέ στο τραπέζι, ρίχνει μια τελευταία ματιά προς τα έξω. Βλέπει έναν να πηγαίνει να κουρευτεί. Και θυμάται μια συμμαθήτρια του γυμνασίου με την οποία δεν έλεγε πολλά αλλά είχε ακούσει ότι θα γινόταν κομμώτρια. Ποιος ξέρει αν έγινε πράγματι και ποιος μπορεί να της απαντήσει τι απέγιναν όλοι οι χαμένοι συμμαθητές του γυμνασίου και του λυκείου. Τότε, τηρούσε τις αποστάσεις με εκείνη τη συμμαθήτρια. Δεν είχαν πολλά κοινά, και στο σχολείο είχε προσέξει ότι και άλλοι δεν έπαιρναν τη μελλοντική κομμώτρια στα σοβαρά. Αν βέβαια δήλωνε ότι θα γινόταν καμαριέρα, στη δημόσια ανάγνωση του προσωπικού ημερολογίου της, ίσως παρευρίσκονταν περισσότεροι λάτρεις των γνήσιων και πηγαίων γραπτών εξομολογήσεων. Το Ημερολόγιο μιας κομμώτριας ήταν καταδικασμένο να αποτύχει για λόγους μάρκετινγκ και μόνο. Τώρα, πολλές φορές αναπολεί τη συμμαθήτριά της, σαν να συμμερίστηκε αργά τις ανησυχίες της. Σαν εκείνη η συμμαθήτρια να βιάστηκε να χορέψει τον εαυτό της ταγκό και ξαφνικά, στην προσπάθεια να μάθει τα βήματα, βρέθηκε χαμένη στο πλήθος. Εχθρών –μαθητών, δεν έχει σημασία.
Η γυναίκα σηκώνεται να φύγει, αφήνοντας τον άντρα με τη γυρισμένη πλάτη στη θέση του. Ελπίζοντας ότι το χέρι της ώθησης θα τη βρει και θα την κρατήσει, για μια αγκαλιά και μια κούνια, κινείται μες στο πλήθος. Το καφέ είναι αρκετά βήματα μακριά ενώ βλέπει, στο δεξί χέρι, μια παιδική χαρά. Μια κούνια στο χώμα περιμένει ακίνητη αλλά η γυναίκα προσπερνά με ένα χαμόγελο ευφορίας και αυτοπεποίθησης πως η άνοιξη είναι ήδη στην καρδιά της. Οι αέρηδες του γιασεμιού και της λεβάντας την παίζουν, ενώ από το κραγιόν έχει μείνει σχεδόν ίχνος. Επιταχύνει το βήμα, ενώ στο μυαλό ιεραρχεί ήδη τις αυριανές προτεραιότητες.
No comments:
Post a Comment