Ο μαύρος γάτος χτύπησε δυνατά. Το τηλέφωνο της γωνίας γουργούρισε, με μια φωνή να περιμένει. Λωρίδες αγωνίσματος, κοπή, έναρξη, και σχοινάκι ανάμεσα στα πόδια. Βλάσφημο κρασί, διαρκώς ρίχνεις κι άλλο, ακόμη περισσότερο. Και τρως ‘σηψανθούς’, ανθούς της σήψης, λέξεις από όνειρα, νοήματα από καταστάσεις. Με ένα χαλί απομακρύνεσαι, μέχρι εκείνους που πέθαναν αλλά δεν νέκρωσε η μνήμη, μέχρι εκείνους τους νεκρούς που πεθαίνουν ακόμη…και ήταν πρώτα το παράθυρο, ύστερα το φλιτζάνι, αμφότερα έφεραν το χειμώνα, αλλά διαβολικό το καλοκαίρι γλύκανε το αγέρι, φώναξε στο αυτί του χειμώνα, επέστρεψε η ηχώ της ζέστης μαζί με το κοντομάνικο, εκτός εποχής, στο λεωφορείο το πρωί, στο δρόμο το μεσημέρι, ενώ μαζεύεσαι, ενώ απλώνεσαι, βλέπω ταξί κίτρινα μαζί, όλα κατηφορίζουν, λίγη συνεννόηση, βλάπτει, δεν βλάπτει, φαντάζομαι, καροτσάκια κίτρινα κατηφορίζουν μαζί, από το πεζοδρόμιο αυτή τη φορά, ποιο πεζοδρόμιο, δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει πόρος, δεν υπάρχει φόρα, απότομα όμως και εντός εποχής, κάθε μητέρα σέρνει ένα κίτρινο καροτσάκι, αυτός είναι ο κώδικας, αυτός, ένα σύνδρομο φυγής από το πρόβλημα, το ίδιο το πρόβλημα της ιστορίας, το χρώμα, το κίτρινο, πολύ κίτρινο, ένταση, κι άλλο κίτρινο, να δοθεί επιτέλους προσοχή, αποχρώσεις και νέες εντυπώσεις στο δρόμο, αποτελεσματική ετοιμότητα, η λύση στο θέμα, το προ στο πρόθεμα, ο μαύρος γάτος ξανά χτυπά δυνατά, το τηλέφωνο γουργουρίζει, η φωνή στο βάθος κρέμεται προτού πετάξει, τσαμπί από πεταλούδες μαζί στο κενό, για να θυμάσαι ότι το σμήνος από πεταλούδες είναι το φαινόμενο, ενωμένες πετώντας, αντί μεμονωμένες κοιτώντας, μαύρο στο κίτρινο, κίτρινο στο μαύρο, ψάχνεις τα μουσεία των δικών σου τόπων, τις δικές σου πολυτέλειες, κάπου τριγύρω υπενθυμίζεται η κλήση, το γουργούρισμα του γάτου, το κελάηδημα της φωνής, ο ρόλος μετράει, το μέτρο μεταμορφώνει το αποτέλεσμα, οι ήχοι θέλουν το φλιτζάνι τους, φαντασία να ερμηνεύεις, εκεί που όλα φαίνονται, δεν είναι ίδια, οι χειμερινές ανάσες που κάπνιζαν στο κρύο μας λείπουν, και κιτρινόμαυρο κατηφορίζει ευτυχές το πνεύμα στα δρώμενα, όταν οι άλλοι σταματούν να είναι υλικοί, γίνονται ειδικοί, σημαίνουν, καρπώνονται μυστικά σου, χωρίς οι ίδιοι να ξέρουν, δεν χρειάζεται να ξέρουν, χρειάζεται να μάθουν, πώς να μάθεις αν δεν ξέρεις, μαθαίνεις πάντα, ποτέ δεν ξέρεις, το οξύμωρο του Άδη, ακολουθεί ο θάνατος στο κάθε βήμα, άτη, αυτοδιάθεση και φυγή, ένα αττικό εισιτήριο ζητείται, πιθανότερο να περισσεύει σε κάποιον που μόλις χτύπησε ένα για τον εαυτό του, αποτελεσματική ετοιμότητα, το φαινόμενο της πεταλούδας, ζωή στο άπειρο, ένα ταξίδι αγωνίσματος, κάθε εποχής, παγκόσμιο, τοπικό, συνεννόησης, τυπικής συνωμοσίας, ή κατανόησης, άτυπης ορκωμοσίας, μη χάνεσαι, μην απομακρύνεσαι, καροτσάκια κίτρινα, από το πεζοδρόμιο, μαζική πορεία, ημέρα μητρότητας και φαντασίας, στην Αθήνα, στην πόλη της Αθηνάς που φορούσε την Αρμονία και περιδέραιο της Αφροδίτης, καθώς η Αρμονία ήταν κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδέρφια της ήταν ο Φόβος και ο Δείμος, ο Έρως και ο Αντέρως, έτσι λοιπόν με αυτά, όπως οι μύθοι ξεκουράζονται, νέοι γεννιούνται, για να απορείς, να έχεις νέους πόρους…ώστε ο Συλέας, ο ληστής που όλα τα έπαιρνε από όσους ξένους έβαζε στο αμπέλι, σαν σκλάβους να δουλεύουν, είχε αδέρφια δυο, τον Δίκαιο και την Ξενοδίκη, αυτήν που στους ξένους απένειμε δικαιοσύνη, αυτή η Ξενοδίκη έμελλε να γίνει γυναίκα του Ηρακλή αλλά και να πεθάνει από μαράζι, μετά το φευγιό του, από έλλειψη, έκλειψη, αποκάλυψη, αυτή που δεν ήταν πια, καθώς ο μύθος την κατέτρωγε σαν το σκαθάρι της Αιγύπτου, ώστε τελικά είναι ‘πάρσι’ και όχι φαρσί, όπως μάθαμε αργά από τον συμπαθή ξένο του τηλεοπτικού περιθωρίου, να ξενυχτάς μήπως σε πετύχει μια ιστορία καλή, μια ιστορία των Αθηνών να αξίζει, όπως ο Ηρακλής από σκλάβος, του Συλέα, κατέληξε μαινόμενος, του ροπάλου, το κλήμα εξαρτάται από το κλίμα, μάχη φωνηέντων, ρόπαλα γλώσσας, κίτρινο σε μαύρο, μαύρο σε κίτρινο, ανέκαθεν, το κίτρινο φώναξε όπως η φωνή κελάηδησε, παρελθόν, ο μαύρος γάτος χτύπησε, το τηλέφωνο γουργούρισε.
3.12.10
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment