Η πόρτα από το κλουβί είναι ανοιχτή. Προτού σηκωθώ, τον ακούω να πετάει στο σπίτι. Υποθέτω πως είναι στην κουζίνα, στο φωτεινό δωμάτιο του σπιτιού, όταν ακόμη χουζουρεύω. Είναι όμορφο και ιδιαίτερο, την ίδια στιγμή, να τον τοποθετώ με τη σκέψη μου στις γωνιές που επισκέπτεται συνήθως και του αρέσει να μένει περισσότερο. Πρώτα τον βλέπω σε ένα ποτήρι του κρασιού μπροστά, σαν να καθρεπτίζεται, ύστερα τον κοιτώ στο κουρτινόξυλο ψηλά, άφθαστος από τα χέρια μου, στη συνέχεια τον περιμένω να φτάσει το άλλο κουρτινόξυλο, μαζί με ένα μικρό παραπάτημα. Και για αδιευκρίνιστους λόγους επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που κάθεται ήσυχος κάτω από το τραπέζι της κουζίνας, κολλώντας το μικρό ράμφος του σε κάποιο από τα πόδια μιας καρέκλας. Μοιάζει να ψάχνει τρόπους για να κοιτά τον εαυτό του και να συμφιλιώνεται με τη σιωπή του χώρου. Σαν να μιλά στον εαυτό του για να λύσει αυτή τη σιωπή του χώρου, προτού ξυπνήσω και προτού τα μηχανήματα τεθούν σε κίνηση. Ώσπου έρχεται η στιγμή που σηκώνομαι. Μαγικά πιάνει το σύνθημα στον αέρα και ενώ δεν έχει ανέβει όλο το ρολό, βρίσκεται πότε στον ώμο μου, πότε πάνω στο κλουβί του, επιθεωρητής τρανός. Και στις δύο περιπτώσεις κάνω το ίδιο. Πλησιάζω τη μια παλάμη κοντά του. Με ψαλίδι το δείκτη και το μέσο να τον πειράζει, του δίνω σύνθημα ότι το παιχνίδι μόλις ξεκίνησε. Οπότε το βλέπει και σταδιακά αρχίζει να βγάζει διαφορετικούς συνοδευτικούς ήχους. Οι μικροί ήχοι, τα ύποπτα σφυρίγματα, είναι οι πρώτοι της ημέρας. Στην πορεία αρχίζει ένα ντόμινο ήχων. Αυτοί κυμαίνονται από τη θέση που έχει στο σπίτι και στο κλουβί του ιδίως όταν πεινάει.
(συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment