19.12.10

Ιστορίες των Αθηνών (2) ΜΟΜΠΙΛ.

13 Τα μικρόβια και ο βίος στην πόλη.

Μικρόβια του νου έχω τα μάτια μου. Το βλέμμα μολύνει τους συλλογισμούς. Απαλό ή οπλοφόρο οξύνει τη βιοθεωρία να πιστεύεις της αγοράς τους νόμους. Αγοράζω, εμπιστεύομαι, μένω. Έχω αγοράσει, απαιτώ, περιμένω. Χρόνοι και τάσεις σε ελεύθερη πτώση. Δεν ξέρω πού πατώ. Ευθύνη έχω όταν υπεύθυνη γίνομαι. Με υποβάλλω στο κάτοπτρο της υπευθυνότητας. Γίνομαι ο άλλος. Υποτάσσομαι σε όσα η ευθύνη απαιτεί. Σε ερωτήματα πιθανά απαντώ γι’ αυτό που κάνω ως άλλος. Μικρόβια τα μάτια, προσβάλλουν χωρίς να το περιμένω. Τα ερωτήματα ήδη υπάρχουν. Μια άγνωστη στο σούπερ μάρκετ, εγχειρισμένη σε χρόνο φρέσκο, μόλις πραγματοποίησε αγορά. Και περιμένει, ενώ τοποθετώ αναλώσιμα σε σακούλες. Πληρώνω. Το ταμείο ανοίγει. Βλέπω την ταμία, να βγάζει ένα κέρμα πέντε λεπτών και να της το δίνει. Η άγνωστη πελάτης έχασε δύο λεπτά απ’ το χρόνο της για να ανταλλάξει ένα κέρμα πέντε λεπτών. Το πρώτο δεν την ικανοποίησε. Έχω μείνει κοιτώντας. Σιωπηλή, βρίσκομαι σε μια αμιγώς ποιητική κατάσταση. Θυμάμαι τις «Γραφές» και τη Μαντώ Αραβαντινού. Αυτή η άγνωστη, μια πελάτης «Καραγκιόζ» απαίτησε το μη αναμενόμενο, το ελάχιστο που μπορούσε τουλάχιστον να αποκτήσει. Εμπρός, εγχειρίζουμε υπαλλήλους λοιπόν; Χρονοτριβούμε για κέρματα των πέντε λεπτών, αν δεν μας γεμίζουν το μάτι. Και αυτό βαπτίζεται η καθημερινότητά μας, μια κτητική ηθική της καταπίεσης. Έφυγα με χέρια γεμάτα και βλέμμα άδειο. Απαλό ή οπλοφόρο δεν ξέρω, μόνο όσοι διασταυρώθηκαν μαζί μου θα είδαν. Ένιωσα πως τα μάτια μου έγιναν μικρόβια, για ή από, εκείνη την άγνωστη στο σούπερ μάρκετ, ημέρες γιορτινές, ούτε κι αυτό το ξέρω. Σκέφτομαι: την υπάλληλο, το κέρμα, τη βιοπάλη, το βίο και την πόλη. Φοβάμαι τη συνέχεια. Στο σπίτι, πιάνω το καναρίνι μου, να με ξαλαφρώσει.

(συνεχίζεται)

No comments: