10.12.10

Ιστορίες των Αθηνών (2) ΜΟΜΠΙΛ.

6. Σατυρικά παιχνίδια. Αυτός κι εγώ

Η Θέτιδα καμαρώνει φιλοδοξία και εσωστρέφεια. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε για προθέσεις, όμως όλα συνεχίζονται με τη συμμετοχή του στο παιχνίδι. Ανταποκρίθηκε ξανά. Το ρήμα είναι αυτό: «ανταποκρίνομαι». Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν θέλησε. Από τη στιγμή, όμως, που ανταποκρίνεται στα καλέσματα, με δαγκωματιές και κινήσεις του κεφαλιού προς το μέρος μου, επάνω στο λαιμό, στη μύτη, στα δάχτυλα, μπορώ και είμαι σίγουρη. Επιδιώκει την επαφή μαζί μου. Είναι μια περίεργα μεταφυσική σχέση. Ούτε που υπολόγιζα το δέσιμο. Και μέσα στην υπερβολή του συμβάντος, το μάτι από μαύρο κεχριμπάρι ξανά χτυπά. Πετά επικίνδυνα. Η Θέτιδα επανέρχεται, τον μικρό να προφυλάξει. Αθάνατο επιδιώκει να τον κάνει. Ο λευκός πέπλος πέφτει και το μάτι θολώνει. Δάκρυα θυσίας και μυσταγωγίας κυλούν, μια αλμύρα ελαφριά, ελευθερίας ξέσπασμα. Αυτός ασπάζεται φιλιά, πηγαινοέρχεται από ώμο σε ώμο, κελαηδάει. Ήρεμα στην αρχή, για να θέσει τα όρια της επικράτειάς του, δυνατά ύστερα σαν να καταθέτει αίτηση συμμετοχής μπροστά στο ταμείο, στο φως της ημέρας. Οι ήχοι συσσωρεύουν άγχος αλλά αυτός με ξαλαφρώνει με το δικό του. Τίποτε δε γίνεται τυχαία. Έρχεται στα γόνατα. Πλέον δεν διστάζει. Δεν φοβάται τα δάχτυλα. Αντίθετα, επιδιώκει να υπερέχει. Πρέπει να τα δαγκώσει, παίζει για να νικήσει. Και κυνηγά τον ήλιο, όπως στο δωμάτιο γονατίζει και του φέρνει ρόδα. Του μαρτυρεί τα μυστικά του. Η γη που παλιά άργησε να ανθίσει, η Ρόδος, έμελλε ως του Ήλιου νήσος και γυναίκα να ζήσει. Και τώρα, όπως ο ήλιος πέφτει στο δωμάτιο, προσκαλεί το φτερωτό του φίλο, στο θερινό ανάκτορο να ζήσει. Πύλες του ανακτόρου οι τρεις καμάρες είναι. Φανερώνονται όπως οι κουρτίνες, στο κάλεσμα της αύρας το πρωί, ήλιο και ρόδα ανασαίνουν.

(συνεχίζεται)

No comments: