14.12.10

Ιστορίες των Αθηνών (2) ΜΟΜΠΙΛ.

10. Ήχοι ξανά. Έλα ξανά.

Πείνασε. Μόλις το φως μπαίνει στο υπνοδωμάτιο, από την κουζίνα έρχεται και μπαίνει στο κλουβί του. Δεν υπάρχει χρόνος για ξόδεμα. Αρχίζει να τρώει από τη βιταμίνη. Κίτρινοι σπόροι κελαηδίνης πετάγονται τριγύρω. Δίψασε. Σκύβει το κεφάλι στην ποτίστρα. Πιάνει τη συγκεκριμένη θέση. Είναι η ακριανή θέση κοντά στο λευκό κάγκελο. Μάλλον θα κελαηδήσει. Τελικά ήταν ένα σφύριγμα μόνο. Τον φέρνω στο χέρι. Ήσυχος επάνω στην παλάμη, περιμένει. Θα τοποθετήσω το κλουβί του στην πρωινή ζώνη. Μεταφερόμαστε. Εκεί που θα μπει φως, μόλις ανέβει το ρολό. Στο γραφείο μου δίπλα. Τότε με αφήνει οριστικά και τρυπώνει στο κλουβί μόνος του. Λίγα ανεβοκατεβάσματα και ξεκινά το κελάηδημα. Στην αρχή, ο ήχος μοιάζει με ένα τικ τακ από κλακέτες. Μετά δυναμώνει, σαν μια σειρήνα από περιπολικό. Τότε βγαίνει πάλι μόνος του από το κλουβί και μεμιάς κάθεται στον ώμο μου. Εγώ γράφω. Γυρνώ το κεφάλι προς το μέρος του. Τρίβει το ράμφος του στη μύτη μου. Μετά ο στόχος του είναι το στόμα. Σαν να με φιλάει. Εκπνοή. Τον βλέπω να κουνάει το κεφαλάκι του πάνω κάτω. Φταρνίζεται; Πάντως μικρές σταγόνες πετάγονται και με ακουμπούν. Ξανά δυνατός, ρίχνει ένα πέταγμα τριγύρω, πετά ψηλότερα, στα κουρτινόξυλα, και τότε βγάζει ένα κελάηδημα πρόσκλησης. Περιμένει να παίξω μαζί του. Πλησιάζει. Από το ποτήρι του κρασιού, που πια δεν τον ενδιαφέρει, μεταπηδά στην παλάμη και όπως τον νιώθω σταθερά πάνω της, αρχίζει να κελαηδάει. Καθόλου περίεργο. Έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Παλιά, κελαηδούσε μόνο μέσα στο κλουβί. Όταν τον έβγαζα έξω, σταματούσε. Γι’ αυτό πίστευα ότι το τραγούδι ισοδυναμούσε με τη χαμένη ελευθερία του. Τώρα, βλέπω πως το τραγούδι είναι η ανακτημένη ελευθερία. Βλέπω και πιστεύω.

(συνεχίζεται)

No comments: