Μωρό μου, μου έλειψε το στόμα σου, να δαγκώνει και να ανοίγει, μου έλειψε το φιλί σου, άνθος στα δυο να τρέμει, όλα μου έλειψαν, και τώρα δυο γάντια στα πόδια φορώ, μαύρα γάντια με ψηλά τακούνια, που σκεπάζουν τα άστρα της μνήμης, τους αστραγάλους, να μην παπαγαλίζουν την ιστορία μας, πόσο θα ήθελα να τους πιπιλίσεις, πόσο θα ήθελες να σου πιπιλίσουν τα μυστικά μου, να εξιστορήσω πού πάτησα τις νύχτες που εσύ εδώ δεν ήσουν, και άλλα ατελείωτα, πώς ήρθαν καινά δαιμόνια του χιονιά όταν δεν ήσουν σχεδόν πρόσχημα, και σιώπησα μαζί τους στο χιόνι, χωρίς να σου στείλω μήνυμα, μη σου μπει η μπότα στο μάτι και αρχίσεις ξανά να είσαι ένα με το σχήμα μου, όμως, και μετά την απουσία, η ντισκομπάλα γυρίζει από πάνω μας, μωρό μου, έχουμε κρύους τους αστραγάλους, τρέχουμε το κύρος μας, ποιος θα σκύψει πρώτος στο τηλέφωνο, αυτός είναι ο αδύναμος άνεμος, που φυσά στον άλλο τις προθέσεις του, χωρίς δεύτερη σκέψη στην αρχή και μετά σταδιακά αμφιβάλλοντας, όταν το κόκκινο αλλάζει αποχρώσεις, ιεροί κόσμοι είναι οι σχέσεις, άρνηση του κοινότοπου βιώματος, εμείς αλλιώς, εμείς σαν, εμείς ποτέ, μια άρνηση εξολοκλήρου, το μήλο απέχει απ’ την ομήγυρη στα σκαλιά ελεύθερο, δεν πιάνει μία για την τέχνη η κατάποσή του, ο αγκώνας μου για ένα ταίρι, αυτό είναι προσιτό, τοπικό, μπορεί να καταλήξει και σε θερμό επεισόδιο, ο αγώνας μου για ένα αστέρι, αυτό είναι απρόσιτο, παγκόσμιο, δεν έχει κατάληξη, δεν πιάνει πάτο, όπως αυτός, κοιτώ τον πάτο της μπότας, μωρό μου, και βλέπω πόσο μου θυμίζει το σίδερο απ’ την ανάποδη, να φόραγα μόνο αυτά τα ψηλοτάκουνα γάντια και να σιδέρωνα μπροστά σου, αλλά να μην μπορούσες να αγγίζεις, μόνο να βλέπεις, να ήθελες να μου τριφτείς, όπως τις άλλες φορές, χωρίς αποτέλεσμα αυτή τη φορά, και ας μην ξέρεις από κόκκινο, από το ιερό και το εκείνο, δεν έχει διαφορά, εγώ ξέρω να περιμένω, βλέπω το αίμα να κυλά και μπορώ να χαίρομαι, εσύ βλέπεις αίμα και φοβάσαι, ύστερα πρέπει να το ξεπεράσεις, κάθε νέα φορά πιο πολύ, πιο ακραία, πιο έντονα, πάντα ήταν έτσι, αυτή η διαφορά δεν αλλάζει ανάμεσά μας, ο κύκλος επαναλαμβάνεται, λίγο πιο ήρεμα για μένα, λίγο πιο άγρια για σένα, η ιστορία συνεχίζεται, με πλεόνασμα δύναμης και απώλεια ενέργειας, αλλά το αλκοόλ δεν καταλύει, η πυραμίδα δεν λύνει τα δεσμά της, όπως και η αεργία δεν επιλύνει κανένα πρόβλημα, οπότε αν ο χρόνος είναι απλός ή απαλός, απλοτριβούμε, απαλά τρίβουμε το δέρμα μας, εσύ και εγώ γινόμαστε ένα πάνω κάτω, αν είναι σκόπελος, σκοπευτικά κινούμαστε, εσύ και εγώ είμαστε άνω κάτω, από το γίγνεσθαι στο είναι, από την ένωση στον αποχωρισμό και στην υπαρξιακή κατάσταση, ποιος είναι ο ορισμός για τα μαθηματικά της ζωής, ποιος είναι ο εγωισμός για τα ακουστικά της βουής, ακούω τον εαυτό μου εκεί που νομίζω, ερωτηματικό, ακούς τον δικό σου, εκεί που νομίζεις, ξανά ερωτηματικό, ρόλοι προς αναζήτηση, ρολά προς αναρρίχηση, στο φως και στην επιμονή, ή στην τύφλα και στο σκοτάδι, ήρθε το τέλος του έτους, έφτασε η απορία για το ποιοι ήμαστε και ποιοι γίναμε, μέσα σε ένα χρόνο, ξανά, εμπρός λοιπόν στον τροχό της απάντησης, 365 μέρες τέλειωσαν και ατελείωτα πάλι τα ερωτήματα επέζησαν με τις ανάσες μας κι εμάς μαζί τους…
24.12.10
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment