7.12.10

Ιστορίες των Αθηνών (2) ΜΟΜΠΙΛ.

3. Η συνάντηση. Αυτός κι εγώ

Στη Βαρβάκειο αγορά, με το σφύριγμα του μεροκάματου, επί της οδού Αρμοδίου, ένας θεϊκός άνεμος ξανά ξυπνά τις πολυκαιρισμένες πλάκες. Ολοζώντανος οβολός των πάντων, ο χρόνος που ξεκινά υπό σκιά, μετά τις 7 το απόγευμα, αναπτερώνει το κατακερματισμένο πνεύμα. Είναι ο Άτλας, ο μεγάλος χάρτης της ιστορίας, και απ’ το πλακόστρωτο σπιθίζει. Ένας γύρος η ανθρώπινη ζωή. Από τον πόθο στο θάνατο. Χαρτογράφηση. Ζωή αιώνια. Ζητούνται πλοηγήσεις ορισμένου χρόνου. Μόνο που μήνα Σεπτέμβρη, προς τα τέλη του, φύλλα πέφτουν σαν τα τσαμπιά απ’ τα δέντρα, ενώ σκορπίζουν εμβρυολογήματα. Καιρός δεν είναι για απαντήσεις. Οι άνθρωποι ξεμένουν από τις ίδιες τις ελλείψεις τους, από το τρίχωμα που είναι καμωμένοι. Αυτό που μαζί του δεν τους παίρνει, εναντίον του τους σέρνει. Για να το βιώνουν ως στερημένο. Ως φράγμα, ξέμακρο άρμα, ενώ όλοι, νοσταλγοί του Άλκιμου, αποχωρούν στις κορφές των αόπλων. Μες στο μεγάλο ύπνο, στο ανοιχτό κίτρινο μωβ φως του Οκτωβρίου, όμως, όταν είχε ο μήνας 18, σαν τότε που η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε, τον πρωτοείδα. Ήρθε και χώρεσε στη ζωή μου σαν τον Μερκούριο Ερμή, αγγελιαφόρος, ηχοδότης και ηχολήπτης ταυτόχρονα. Το μάτι απολάμβανε, η Θέτιδα επικροτούσε. Τον έφερα σε ένα νέο περιβάλλον. Από καιρό τον χρειαζόμουν, στη Βαρβάκειο αγορά δεν τον ονειρευόμουν. Απ’ την αρχή αισθάνθηκα την αύρα του. Το ήξερα. Ανέπνεε και ανέδυε θάλασσα. Όπως το πάφλασμα των κυμάτων, τον ένιωθα κοντά μου. Ένα μικρό κατακίτρινο θαλάσσιο βιός, θα ήταν κατάδικό μου. Ένα παιχνίδι της αγοράς από τώρα και στο εξής θα αγόραζε τον ύπνο μου. Δεν έμενε παρά να επινοήσω τι όνομα, τι οιωνό, θα είχε ο μικρός σύντροφος. Η Αυτονόη, που φέρνει έμπνευση, συνιστούσε να περιμένω.

(συνεχίζεται)

No comments: