Χρειαζόταν μια πομπή ειδική, το γεγονός για να τιμήσει. Η Θέτιδα, το άρμα του ματιού εποπτεύει, ούτε λόγος. Λογική σιωπή μονάχα, ανάμεσα σε παύσεις, εύγλωττες ματιές. Αυτός που έρχεται από μακριά, απ’ το νεκρό εκεί και τότε, επιχειρεί να εγκλιματιστεί στο ολοζώντανο εδώ και τώρα. Με εφόδια ηχοληψίες και πολεμοφόδια ηχοδοσίες. Υπό την εποπτεία της Θέτιδας δύο δοκιμάζει τρόπους: τη στάση και την απόσταση συνάμα. Πότε προσιτός και πότε απρόσιτος. Όμως, η Θέτιδα αδυνατεί, από το πύρινο άρμα, το μαύρο κεχριμπάρι, να κατέβει. Της απαγορεύεται μορφή να λάβει και το έδαφος, ξυπόλητη, να αγγίξει. Ας μοιάζει με μιαν Άρπυια, θεότητα θανάτου, γρήγορη και φτερωτή στα πόδια, με δάχτυλα γαμψά, που μπορεί και αρπάζει απ’ τις φλόγες ό,τι παγιδεύεται στη θύελλα-‘άελλά’ της. Απ’ αυτόν τον ταχύ ανεμοστρόβιλο, που όμοιός του δεν υπάρχει, άλλη από τις Νηρηίδες, καμιά δεν βοηθιέται, μόνο η Θέτιδα τα βλέπει φλογερά τα πράγματα και φλογερά, γι’ αυτό, πορεύεται. Μέσα στο πύρινο το άρμα, το μάτι κεχριμπάρι, η Θέτιδα ξεμένει από λέξεις. Ίσως αυτή είναι η θετική γωνιά της μοναξιάς, όταν υπάρχει τρόπος, η έξη να είναι γλώσσα, αίσθηση, υπόσχεση. Και εκεί που οι Άνακτες, οι βασιλείς της κυριαρχίας, διατηρούσαν την πεποίθηση, ότι κακό ριζικό έμελλε, εξαιτίας του ματιού, το σπίτι να γνωρίσει, ξάφνου το χρώμα αλλάζει. Φως την κάμαρα τυφλώνει. Ώστε πέρα από το φως και το τώρα, οδός άλλη δεν υπάρχει. Ούτε μεσολάβηση. Άμεσες καταστάσεις. Η Θέτιδα είναι δύναμη. Πίσω από το μάτι, βλέπει τις δυνατότητές του, ενώ μέσα σε χέρια δυο, 21 γραμμάρια κρατώ, κίτρινο και φτερά, ολόγιομο κουβάρι. Μια καρδιά ανοιγοκλείνει κάθε που δειλά πετάγεται. Ας είναι ζωηρός, αθάνατος, γερός. Με καλή τύχη.
(συνεχίζεται)
(συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment