Δεν μου δίνει σημασία. Προσπαθώ να τον κατεβάσω από το θρόνο, το ποτήρι του κρασιού. Τίποτε. Οπότε ανοίγω το ψυγείο και ξετυλίγω ένα αλουμινόχαρτο, από σοκολάτα υγείας. Εκεί που δαγκώνω το δεύτερο κομμάτι, ακουμπά στο δεξί ώμο και περιμένει. Τι; Υποψιάζομαι πως κοιτά να φάει απ’ τη σοκολάτα μου. Ούτε διαβούλευση. Εξελίχτηκε ο κόσμος αλλά μέχρι αυτό το σημείο; Έγινε ο Άγιος Βασίλης σοκολάτα υγείας και αξιοζήλευτος από ένα καναρίνι; Καφετής πειρασμός; Τρώει ψίχουλα, ψωμί, σουσάμι… κατανοητό. Αλλά να διεκδικεί μέχρι και τη σοκολάτα, αυτό είναι περιστατικό απεγνωσμένης φαντασίας. Είναι έκτακτο περιστατικό. Μετά εμποδίων ρεαλισμός. Και δεν συμβαίνει πρώτη φορά. Το φαγητό τον τραβάει σαν μαγνήτης. Πολιορκεί οτιδήποτε τρώγεται. Ακόμη και αν ξεφλουδίζω φρούτα, πορτοκάλια ή μανταρίνια. Και τότε. Πλησιάζει τον ώμο μου και αρχίζει το κόρτε. Αν με πετύχει στον καναπέ, έχει άλλο τρόπο. Έρχεται κοντά και απ’ το κεφάλι μου προσγειώνεται εκεί που μπορεί να επιθεωρήσει καλύτερα. Να αρπάξει τη λεία. Είτε ξηρούς καρπούς, είτε κρέας δει, κανένα πρόβλημα. Φαγητό σημαίνει γιορτή και κάλαντα. Κι αν μάλιστα ήταν για ώρα κλεισμένος στο κλουβί και στο σκοτάδι, τότε ειδικά είναι που η όρεξη δεν σταματάει. Πηγαινοέρχεται, ανοιγοκλείνει τα φτερά, ανεβοκατεβαίνει και περιμένει. Μυρίζει σαν χειμωνιάτικη μάλλινη κουβέρτα. Έστω μια μπουκιά ψωμί στα κλεφτά κέρδος είναι. Φτερό μπροστά και σάλτο. Από τα ψηλά στα χαμηλά άξιζε ο πόλεμος, η μάχη, ο αγώνας. Μόλις το πιάτο αδειάσει, ο συμφεροντολόγος αποσύρεται. Ούτε να με δει. Δεν έχει πια αξία η «ωμή» παρακολούθηση. Δεν υπάρχει λάφυρο, λεία, μόνο πετσί για να τσιμπήσει. Άντε μία, δύο τσιμπιές στη μύτη, τρεις και το σκάσαμε. Ώρα για ύπνο και γλυκιά προετοιμασία. Έχει πάλι αγώνα αύριο.
(συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment